-
1 εξεγλύψαντο
-
2 ἐξεγλύψαντο
-
3 ἐκ-γλύφω
ἐκ-γλύφω, 1) aushöhlen, ausmeißeln; σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Plat. Rep. X, 616 d; τυρὸς ἐξεγλυμμένος Eupol. E. M 311, 55. – 2) ausbrüten, τὰ νεόττια Ael. H. A. 2, 33; so auch im med., τὰ ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plut. Tib. Graech. 17. Vgl. ἐκκολάπτω.
-
4 εκγλυφω
-
5 ἐκγλύφω
A scoop out,τὸν χόνδρον Meges
ap.Orib.44.24.1 : [tense] pf. [voice] Pass.ἐξέγλυμμαι Pl.R. 616d
; part.ἐκγεγλυμμένη Gal.18(2).618
.II hatch,τὰ νεόττια Ael.NA2.33
:—[voice] Med.,ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plu.TG17
:—also intr. in [voice] Act., τὰ ᾠὰ διὰ κά (sc. ἡμερῶν)ἐκγλύφει GP. 14.7.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκγλύφω
См. также в других словарях:
ἐξεγλύψαντο — ἐκγλύφω scoop out aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)